-
1 καταψήχω
2 wear away, consume, χρόνος πάντα κ. cj. in Simon.176:—[voice] Pass., crumble away, , cf. Pl.Ti. 84a.II stroke, caress, ;χεῖρα Clearch.25
;κόμην Luc.Am. 44
;ἄκρα γενείου AP11.354.12
(Agath.): metaph.,ὣς φάτο μειλιχίοισι καταψήχων ὀάροισι A.R.3.1102
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταψήχω
См. также в других словарях:
καταψήχω — (Α) 1. θωπεύω, χαϊδεύω, ψηλαφώ («πριστοῡ κτενὸς ἐντομὰς κόμην καταψήχειν δυναμένας», Λουκιαν.) 2. κατατρίβω κάτι, συντρίβω σε γουδί 3. φθείρω, καταστρέφω («χρόνος πάντα καταψήχει», Σιμων.) 4. παθ. καταψήχομαι κατακερματίζομαι, συντρίβομαι σε… … Dictionary of Greek